- διαστοιχίζομαι
- διαστοιχίζομαι, [voice] Med.,A arrange for oneself regularly, regulate exactly,
ἀρχήν A.Pr.232
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρχήν A.Pr.232
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαστοιχίζομαι — (Α) τοποθετώ με ορισμένη σειρά ή τάξη, κατατάσσω, ρυθμίζω … Dictionary of Greek
διαστοιχιζόμενα — διαστοιχίζομαι arrange for oneself regularly pres part mp neut nom/voc/acc pl διαστοιχίζομαι arrange for oneself regularly pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστοιχισάμενος — διαστοιχίζομαι arrange for oneself regularly aor part mp masc nom sg διαστοιχίζομαι arrange for oneself regularly aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστοιχίζοντες — διαστοιχίζομαι arrange for oneself regularly pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεστοιχίζετο — διαστοιχίζομαι arrange for oneself regularly imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)